Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Tα θαύματα του Πολιούχου της Παιανίας Αγίου Αθανασίου

Τον Πολιούχο της πόλης της Παιανίας, Άγιο Αθανάσιο, περιβάλλουν θρύλοι και παραδόσεις από όπου προκύπτει ότι τον σέβονταν και τον τιμούσαν ακόμα και οι Τούρκοι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο τότε Λιόπεσι.

 

 

 

Ακολουθεί αφήγηση της Παγώνας Χούντα δημοσιευμένη στο βιβλίο του Γεωργίου Χατζησωτηρίου «Ιστορία της Παιανίας και των Ανατολικά του Υμηττού Περιοχών»:


«Στον Άη Θανάση πήγαιναν οι παππούδες μας για να λειτουργηθούν. Τότε, πριν χτιστεί το χωριό (εννοεί προ του 1690) δεν ήταν άλλη εκκλησία εκεί γύρω. Όλος ο κόσμος που έμενε στο χωριό του Κόκλα πήγαινε κι έπαιρνε νερό στο πηγάδι του Άη-Θανάση, γιατί δεν υπήρχε άλλο. Στο ίδιο πηγάδι πότιζαν και τα άλογα τους οι Τούρκοι. Εκεί έπλεναν τα ρούχα των Τούρκων και τα δικά τους οι Έλληνες. Το νερό τότε ήταν άφθονο και τρεχούμενο, ερχόταν από τη Σέζα. Το πηγάδι, ήταν ανάβαθο και αστείρευτο. Γύρω από το πηγάδι υπήρχαν δώδεκα πολύ παλιές γούρνες για πλύσιμο και για πότισμα. Τις θυμάμαι όταν ήμουν ακόμη μικρή. Τώρα είναι λίγες (σημ. δεν υπάρχει καμιά). Οι γιαγιάδες μας, συνεχίζει η αφηγήτρια, όταν ήταν γιορτή, χόρευαν γύρω από εκείνο το πηγάδι. Οι Τούρκοι είχαν διατάξει μία φορά τον χρόνο να μαζεύονται εκεί οι νέες και να χορεύουν μπροστά τους. Ήθελαν να δουν ποια κορίτσια ήσαν όμορφα για να τα πάρουν. Αυτή η συνήθεια κρατήθηκε και όταν ακόμη «τραβήχτηκε» το χωριό αργότερα, πιο πάνω (εννοεί την ίδρυση του χωριού, μετά το 1690)».

Και συνεχίζει:

 

  «Τα βάσανα όμως των παιδιών που χόρευαν γύρω από το πηγάδι, μπρος στα μάτια του Τούρκου, τα έβλεπε ο Άη-Θανάσης. Αυτοί όμως δεν τον λογάριαζαν. Για πολύ καιρό οι Τούρκοι είχαν απαγορεύσει να ανάβουν οι παππούδες μας τα καντήλια του. Κάποιο βράδυ, ο Άγιος φανερώθηκε στην προγιαγιά του Θανάση Χριστόδουλου και της είπε : «Γιατί μένει η εκκλησία θεοσκότεινη; Να μου ανάβετε κάθε μέρα τα καντήλια». - «Πώς να τα ανάψω αφού είναι οι Τούρκοι»; - «Να πας και να μη φοβηθείς», είπε ο Άγιος. Από τότε πήγαινε αυτή ή ο γιος της νύχτα για να κάνει τη χάρη του. Περνούσαν μέσα από τα άλογα των Τούρκων που έμεναν εκεί κοντά. Τα άλογα χλιμίντριζαν και τα σκυλιά γαύγιζαν, αλλά οι Τούρκοι δεν τους έβλεπαν. Ένα βράδυ είδαν τον Χριστόδουλο και του έριξαν. Η σφαίρα όμως εξοστρακίστηκε, γύρισε πίσω και σκότωσε τον Τούρκο που τον τουφέκισε…».

 

Μία άλλη αφήγηση (της Ευγενίας Γεωρ. Μητροθανάση) ανήκει σε απόγονο των Χριστόδουλων. Ο προπάππος της Θανάσης είχε αποθηκεύσει στην εκκλησία μερικά από τα αγαθά του, βέβαιος ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα κινούσε την υποψία των Τούρκων. Δύο όμως γνωστοί του χριστιανοί που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του, πήγαν στον Τουρκαλβανό διοικητή και τον πρόδωσαν, λέγοντας ότι έκρυβε πολεμοφόδια. Οι στρατιώτες όρμησαν στην εκκλησία και με μία πιστολιά επιχείρησαν να σπάσουν την κλειδαριά. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε και σκότωσε εκείνον που πυροβόλησε. Η πόρτα τελικά δεν παραβιάστηκε. Δεύτερος στρατιώτης, που επιχείρησε να αποπατήσει στην είσοδο της εκκλησίας, έμεινε ξερός. Οι άλλοι στρατιώτες φοβήθηκαν για ότι έγινε και ζήτησαν τον υπεύθυνο της εκκλησίας, τον προπάππο της Θανάση, ο οποίος τους άνοιξε την πόρτα. Έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν πολεμοφόδια. Από τότε έδωσαν άδεια σ' αυτόν και στη γυναίκα του Γεωργούλα να ανάβουν κάθε Σάββατο τα καντήλια.

Και η αφηγήτρια συνεχίζει: 

 

«Το πηγάδι του Άη-Θανάση είναι πολύ παλιό. Είχε πολλές γούρνες, για να ποτίζουν οι Τούρκοι τα ζώα τους. Εκεί έπλεναν και οι οικογένειες του χωριού τα ρούχα τους, με σειρά καθορισμένη. Το 1897, αν θυμάμαι καλά, ήταν μεγάλη ανυδρία και για πρώτη φορά το πηγάδι είχε σχεδόν στερέψει. Οι επίτροποι καθάρισαν το πηγάδι και βρήκαν πήλινα παλιά κανάτια και ασημένιες βλάχικες ζωστήρες γυναικών (ζάβες), που είχαν πέσει στο πηγάδι από τον καιρό της σκλαβιάς. Τότε, όποιος χριστιανός έπαιρνε νερό, έπρεπε να πληρώσει στους Τούρκους. Όποιος δεν είχε χρήματα, ο Τούρκος τους έριχνε την κανάτα ή τον ζωστήρα στο πηγάδι. Ένα από αυτά τα πήλινα κανάτια είχε κι αυτή φυλάξει στο σπίτι της».

Μία άλλη αφήγηση αναφέρει ότι ο Χριστόδουλος είδε σε όνειρο τον Άγιο που του έλεγε: «Γιατί δεν πας να ανάψεις τα καντήλια ;» — «Πώς να πάω, απάντησε εκείνος, αφού γύρω - γύρω κατοικούν οι Τούρκοι». — «Να πας και να μη φοβηθείς» ήταν η απάντηση του Άγιου… Από τότε, πήγαινε κάθε νύχτα και άναβε τα καντήλια. Την ώρα εκείνη οι Τούρκοι κοιμόντουσαν, μόνο τα άλογα ήσαν ξύπνια και χλιμίντριζαν. Κάποια νύχτα όμως τους ξύπνησαν τα χλιμιντρίσματα και, την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία ο Χριστόδουλος και κλείδωνε την πόρτα, οι Τούρκοι του έριξαν. Αυτός δεν έπαθε τίποτα ενώ μία από τις σφαίρες εξοστρακίστηκε και σκότωσε τον αξιωματικό. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν και υπέθεσαν ότι ήταν θέλημα του Αγίου. Από τότε άφησαν τους χριστιανούς να ανάβουν τα καντήλια της εκκλησίας και σέβονταν και οι ίδιοι τον Άγιο.

Και μία ακόμη, η τελευταία, αφήγηση:

 

  «Ο Άη-Θανάσης έκανε το θαύμα του στις 2 Μαΐου, την ήμερα της γιορτής του. Κάτι είχε γίνει εκείνη την ήμερα και οι Έλληνες είχαν καταφύγει περίτρομοι στην εκκλησία. Οι Τούρκοι δεν έμπαιναν μέσα, ιδίως οι ντόπιοι, γιατί φοβόντουσαν τον Άγιο, επειδή είχε κάνει κι άλλα θαύματα παλιότερα. Κάποιος όμως διοικητής Τούρκος, όταν έμαθε ότι από φόβο δεν έμπαιναν στην εκκλησιά οι στρατιώτες του, αψήφησε τον Άγιο. Καβάλησε το άλογό του και έφθασε έξω από την πόρτα της εκκλησίας. Επειδή εκείνη ήταν αμπαρωμένη από τους Έλληνες, πυροβόλησε για να σπάσει τη κλειδαριά. Η σφαίρα όμως εξοστρακίστηκε και τον σκότωσε. Οι στρατιώτες, ύστερα απ' αυτό, φοβήθηκαν κι έφυγαν. Έτσι σώθηκαν οι χριστιανοί».

1 σχόλιο:

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.